ἄληκτος
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
(A), ον, (λήγω)
A unceasing, πένθος IG14.2126.6; δίψα Ph.1.381, al.; interminable, βυβλίον Demetr.Lac.Herc.1061.7. Adv. ἀλήκτως Ph.2.420; ἀ. ἔχειν τινός Eun.VSp.458.26B.
ἄληκτος (B), ον,
A = ἄδαστος, Eust.64.40; cf. ἄλλ-. ἀλήλεκα, ἀλήθ-λεμαι or ἀλήθ-λεσμαι, v. ἀλέω (A). ἀλήλῐφα, ἀλήθ-λιμμαι, v. ἀλείφω. ἄλημα[ ᾰλ], ατος, τό, (ἀλέω A) fine meal: metaph., of a fine-witted, wily knave, as Ulvsses, S.Aj.381,390 (lyr.), cf. Ant.320 (v.l.). II (ἀλάομαι). = ὁδοιπορία, Hsch. ἀλήμεναι, ἀλῆναι, v. εἴλω.
German (Pape)
[Seite 95] unaufhörlich, πένθος Ep. ad. 662 (App. 136); App. Hannib. 40; s. ἄλληκτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄληκτος: -ον, (λήγω) ὁ μὴ λήγων, διαρκής, ἀδιάκοπος, Συλλ. Ἐπιγρ. 6303 (κατ’ ἀνάγκην τοῦ μέτρου)· πρβλ. ἄλληκτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incessant, sans fin.
Étymologie: ἀ, λήγω.
English (Autenrieth)
(λήγω): unceasing; adv. -τον, unceasingly.