ἄλληκτος
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
(A), ον, poet. for ἄληκτος (A), unceasing, ceaseless, νότος Od.12.325; ὀδύναι S. Tr.985 (lyr.); implacable, θυμός Il.9.636: neut. as adverb, ἄλληκτον, ἄλληκτα, Man.3.252,206.—So Ἀλληκτώ is restored for Ἀληκτώ (the Fury) in Luc.Trag.6.
(B), ον, = ἄληκτος (B), AB202:—Adv. ἀλληκτί, Hsch.
Spanish (DGE)
German (Pape)
[Seite 102] = ἄληκτος, unaufhörlich, Hom. fünfmal, Od. 12, 325 μῆνα δὲ πάντ' ἄλληκτος ἄη Νότος, Iliad. 9, 636 σοὶ δ' ἄλληκτόν τε κακόν τε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι θεοὶ θέσαν; – 2, 452. 11, 12. 14, 152 ἄλληκτον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι; – ὀδύναι Soph. Trach. 981; oft bei alex. D.
French (Bailly abrégé)
c. ἄληκτος.
Russian (Dvoretsky)
ἄλληκτος:
1 беспрестанный, неугомонный (νότος Hom.; ὀδύναι Soph.);
2 неукротимый (θυμός Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄλληκτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἄληκτος = ἀκατάπαυστος, ἀδιάκοπος, συνεχής· νότος, Ὀδ. Μ. 325· ὀδύναι, Σοφ. Τρ. 985· ἀδυσώπητος· θυμός, Ἰλ. Ι. 636: - Οὕτως Ἀλληκτώ διωρθώθη ἀντὶ Ἀληκτώ (ἡ Ἐρινὺς) ἐν Λουκ. Τραγῳδοποδ. 6.
English (Autenrieth)
(λήγω): unceasing; adv. -τον, unceasingly.
see ἄληκτος.
Greek Monolingual
ἄλληκτος, -ον (Α)
παράλληλος ποιητικός τύπος αντί ἄληκτος.
Greek Monotonic
ἄλληκτος: -ον, ποιητ. αντί ἄ-ληκτος, (λήγω),
I. ακατάπαυστος, αδιάκοπος, συνεχής, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
II. αδυσώπητος, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
poet. for ἄληκτος, λήγω
I. unceasing, ceaseless, Od., Soph.
II. implacable, Il.
Translations
implacable
Bulgarian: неумолим; Catalan: implacable; Czech: neuklidnitelný, neutišitelný; Dutch: onverzoenlijk; English Middle English: implācāble; Finnish: leppymätön; Georgian: შეუბრალებელი; German: unversöhnlich; Gothic: 𐌿𐌽𐌷𐌿𐌽𐍃𐌻𐌰𐌲𐍃; Greek: αμείλικτος, αδυσώπητος; Ancient Greek: ἄθελκτος, ἀκήρυκτος, ἄλληκτος, ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀμετάγνωστος, ἀνάρσιος, ἀνεξίλαστος, ἀνήκεστος, ἀπρήϋντος, ἀπροφάσιστος, ἄσπειστος, ἄσπονδος, ἀστεργής, δυσάρεστος, δυσμείλικτος; Hungarian: engesztelhetetlen; Italian: implacabile; Latin: implacabilis, implacabile; Manx: neuveeinagh; Maori: kaikiko; Norwegian: uforsonlig; Persian: رام نشدنی, آشتی ناپذیر; Portuguese: implacável; Romanian: implacabil; Russian: непримиримый, неумолимый, заклятый; Spanish: implacable; Turkish: yatıştırılamaz; Ukrainian: непримиренний, непримиримий