ἁλτῆρες

From LSJ
Revision as of 12:11, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλτῆρες Medium diacritics: ἁλτῆρες Low diacritics: αλτήρες Capitals: ΑΛΤΗΡΕΣ
Transliteration A: haltē̂res Transliteration B: haltēres Transliteration C: altires Beta Code: a(lth=res

English (LSJ)

ων, οἱ (sg., Philostr.Gym.55), (ἅλλομαι)

   A weights held in the hand to give an impetus in leaping, Crates Com.11, Arist.IA705a16, Pr.881b5, etc.

German (Pape)

[Seite 110] οἱ (ἅλλομαι), (Springer) Bleimassen, die man bei den Springübungen zur Verstärkung des Schwunges in den Händen hielt, Wuchtkolben oder Hanteln, vgl. Arist. Probl. 5, 8; Luc. Gymn. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλτῆρες: -ων, οἱ, (ἅλλομαι) βάρη, ἅπερ οἱ πηδῶντες ἐκράτουν εἰς τὰς χεῖρας, ὅπως προσκτῶνται ὁρμὴν ἐν τῷ πηδήματι, Κράτης ἐν «Ἥρωσιν» 4· (ἔνθα ἴδε Meineke), Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 3. 3, 4, πρβλ. 5. 8, πρβλ. Ἰουβεν. 6. 421, Μαρτιάλ. 7. 67., 14. 49, Σενέκ. Ἐπιστ. 56. 1, Μυλλέρ. Ἀρχ. Τεχν. §423. 3. Λεξ. Ἀρχαιολ. ἐν λέξει: - ἐντεῦθεν ἁλτηρία, ἡ, ἡ χρῆσις τῶν ἁλτήρων, Ἀρτεμίδ. 1. 55· ὡσαύτως ἁλτηροβολία, ἡ, Ἰάμβλ. βίος Πυθαγ. 21.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
balanciers de plomb pour les exercices gymnastiques, notamment pour le saut en longueur, haltères.
Étymologie: ἅλλομαι.

Spanish (DGE)

-ων, οἱ

• Morfología: [du. hαλτε͂ρ(ε) IG 12.802 (Eleusis VI a.C.); sg. Philostr.Gym.55]
halteras o pesas para lastrar el salto ἁλτῆρσι θυλάκοισι χρῆσαι τὸ μέγεθος Crates Com.11, οἱ πένταθλοι ἅλλονται πλεῖον ἔχοντες τοὺς ἁλτῆρας ἢ μὴ ἔχοντες Arist.IA 705a16, cf. Pr.881b5, Thphr.Lass.13, Arr.Epict.4.4.12, entre los médicos, Gal.6.325, 147, Sor.71.25
para lanzar ἁλτήρων βολή Aret.CD 2.13.6
como signo en un sueño, Artem.1.55.

• Etimología: Cf. ἅλλομαι.