ἀνατέμνω

From LSJ
Revision as of 12:13, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατέμνω Medium diacritics: ἀνατέμνω Low diacritics: ανατέμνω Capitals: ΑΝΑΤΕΜΝΩ
Transliteration A: anatémnō Transliteration B: anatemnō Transliteration C: anatemno Beta Code: a)nate/mnw

English (LSJ)

   A cut up, cut open, νεκρόν Hdt.2.87, cf. Luc.Prom. 21.    2 dissect, Hp.Ep.17, Arist.Spir.478a21.    3 open up, clear, ὁδούς, αὔλακας, Ph.1.16,20; ὁδὸν καινήν OGI701 (Egypt).    II cut off, κλήματα Aeschin.3.166; γεισηπόδισμα IG22.463.63.

German (Pape)

[Seite 211] (s. τέμνω), zerschneiden, ἀνατετμήκασι τὰ κλήματα Aesch. 3, 166 aus Dem.; ὑπ' ὀρνέου ἀνατέμνεσθαι, zerhackt werden, Luc. Prom. 21; den Körper seciren, ἀναταμόντες νεκρόν Her. 2, 87; Plut. Sept. sap. conv. 16; τὰ ἀνατεμνόμενα, secirte Körper, Arist.; ὁδούς, einen Weg bahnen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατέμνω: μέλλ. -τεμῶ, τέμνω σῶμα, σχίζω καὶ ἀνοίγω τὸ σῶμα, νεκρὸν Ἡρόδ. 2. 87, πρβλ. Λουκ. Προμ. 21. ΙΙ. κατακόπτω, ἀνατετμήκασί τινες κλήματα τὰ τοῦ δήμου Αἰσχίν. 77. 26.

French (Bailly abrégé)

1 disséquer;
2 déchirer.
Étymologie: ἀνά, τέμνω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -τάμνω Hp.Vlc.10, Morb.2.24, Hdt.2.87
1 de seres vivos abrir, cortar, sajar τὸ δέρμα Hp.Epid.5.26, τὸ ἕλκος Hp.ll.cc., ἀνατμηθέντος τοῦ ἀρχοῦ habiendo sido operado el recto Arist.GA 773a28
abrir en canal, rajar, destripar νεκρόν para su momificación, Hdt.l.c., Plu.2.159b, ἀνάτεμε τὸν ἰχθύν LXX To.6.4, σε ἀνατεμνόμενον ὑπὸ τοῦ ὀρνέου Luc.Prom.21, ἀνατετμῆσθαι δοκεῖν soñar que nos abren la tripa Artem.1.44
c. intención cien. hacer la disección, disecar ζῷα Hp.Ep.17 (pp.356, 372, cf. 350), Arist.Iuu.478a27
fig. abrir, deshacer λόγος ἱκανός ... τὰ σοφίσματα ... ἀνατεμεῖν καὶ λῦσαι Ph.1.490.
2 de la tierra abrir ὁδούς Ph.1.16, ὁδὸν καινήν OGI 701.15 (Egipto I d.C.)
fig. trazar ξένην τινὰ ἀνατεμών ἑαυτῷ πολιτείαν Pall.H.Laus.43.1.
3 cortar κλήματα D. en Aeschin.3.166 (ap. crít.), τὸ γ[ε] ι[σ] ηπό[δ] ισμα IG 22.463.63 (IV a.C.), τοῖς δὲ δρεπάνοις τοὺς φορμούς Polyaen.3.10.15.