ἀνεγείρω

From LSJ
Revision as of 15:22, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεγείρω Medium diacritics: ἀνεγείρω Low diacritics: ανεγείρω Capitals: ΑΝΕΓΕΙΡΩ
Transliteration A: anegeírō Transliteration B: anegeirō Transliteration C: anegeiro Beta Code: a)negei/rw

English (LSJ)

   A wake up, rouse, ἐξ ὕπνου Il.10.138; ἐκλεχέων Od.4.730; τὴν ἀηδόνα Ar.Av.208:—Pass., E.HF1055; ἀνηγέρθη X.An.3.1.12, AP11.257 (Lucill.): poet. aor. Med. ἀνεγρόμην A.R.1.522; ἀναέγρετο Maiist.31.    II metaph., wake up, raise, κῶμον Pi.I.8(7).2; μολπήν Ar.Ra.370:—Pass., ἀνεγειρομένα φάμα Pi.I.4(3).23.    2 metaph. also, rouse, encourage, ἀνέγειρα δ' ἑταίρους μειλιχίοις ἐπέεσσι Od.10.172; stir, rouse the spirit of, θυμοειδῆ ἵππον X.Eq.9.6:—Med., take heart, Ph.2.120.    III of buildings, raise, δόμον AP9.693a, cf. Lib.Or.11.56; ἀπὸ θεμελίων OGI422 (Judaea).

German (Pape)

[Seite 219] aufwecken, ἐξ ὕπνου Il. 10, 138; ἐκ λεχέων Od. 4. 730; aufregen, ermuthigen, ἀνέγειρα δ' ἑταίρους μειλιχίοις ἐπέεσσι 10, 172; Pind. κῶμον, anregen, I. 3, 41; μναμοσύναν Ol. 8, 74, das Andenken auffrischen; μολπήν, Gesang anheben, Ar. Ran. 370; δόμον, erbauen, Ep. ad. (IX. 693); δώματα ad. 490 (X, 119). – Pass., aufwachen, Plat. Phaed. 71 b; ἀνηγέρθη, er wurde wach, Xen. An. 3, 1, 12. Vgl. ἀνέγρομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεγείρω: μέλλ. -ερῶ (ἴδε ἐγείρω): - ἐξεγείρω, ἐξυπνίζω, ἐξ ὕπνου Ἰλ. Κ. 138· ἐκ λεχέων Ὀδ. Δ. 730· τὴν ἀηδόνα Ἀριστοφ. Ὄρν. 208: - Παθ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1055· ἀνηγέρθη Ξεν. Ἀν. 3. 1, 12, Ἀνθ. Π. 11. 25· μέσ. ἀόρ. ποιητ. ἀνεγρόμην Ἀπολλ. Ρόδ. Λ. 522, κτλ. 2) μεταφ., διεγείρω, ἐξεγείρω, κῶμον Πινδ. Ι. 8 (7). 5· μολπὴν Ἀριστοφ. Βάτρ. 370. - Παθ., ἀνεγειρομένα φάμα Πινδ. Ι. 4. 40 (3. 41). 3) καὶ μεταφ., ἐξεγείρω, ἐπιθαρρύνω, διεγείρω, ἀνέγειρα δ’ ἑταίρους μειλιχίοις ἐπέεσσι Ὀδ. Κ. 172: διεγείρω, ἐρεθίζω, παροξύνω, θυμοειδῆ ἵππον Ξεν. Ἱππ. 9, 6. ΙΙ. ἐπὶ οἰκοδομῶν, ἀνεγείρω, οἰκοδομοῦμαι, κτίζω, δόμον Ἀνθ. ΙΙ. 9. 693.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναγερῶ, ao. ἀνήγειρα, pf. inus.
faire lever :
1 réveiller : ἐκ λεχέων OD éveiller et faire lever de son lit ; (au Pass., ao. ἀνηγέρθην) se réveiller;
2 en gén. éveiller, exciter, encourager;
Moy. ἀνεγείρομαι (ao.2 sync. ἀνηγρόμην) se réveiller, se lever.
Étymologie: ἀνά, ἐγείρω.

English (Autenrieth)

aor. ἀνέγειρα, inf. ἀνεγεῖραι: wake up; met., ἀνέγειρα δ' ἑταίρους | μειλιχίοις ἐπέεσσι, ‘roused’ them from their despair, Od. 10.172.