ἀπαιολάω

From LSJ
Revision as of 21:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιολάω Medium diacritics: ἀπαιολάω Low diacritics: απαιολάω Capitals: ΑΠΑΙΟΛΑΩ
Transliteration A: apaioláō Transliteration B: apaiolaō Transliteration C: apaiolao Beta Code: a)paiola/w

English (LSJ)

   A perplex, confound, E.Ion549; ἀ. τινὰ τῆς ἀληθείας Babr. 95.99:—also ἀπαιολέω, Sch.Ar.Nu.1150.

German (Pape)

[Seite 275] (od. ἀπαιολέω, Schol. Ar. Nub. 1134), nach Möris attisch für ἀποπλανάω, irre machen, täuschen, Eur. Ion. 549, wo Herm. ἀποιολεῖ schreibt; ἀπαιολῶσα τῆς ἀληθείης Babr. 95, 99.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιολάω: περιπλέκω, συγχέω, παραπλανῶ, Εὐρ. Ἴων, 549· ἀπ. τινα τῆς ἀληθείας Βάβρ. 95. 99. - Ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. ἔχει ἀπαιολέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
égarer en parl. d’un doute qui égare la pensée : τινά τινος BABR tromper qqn au sujet de qch.
Étymologie: ἀπαιόλη.

Greek Monotonic

ἀπαιολάω: μέλ. -ήσω, περιπλέκω, προκαλώ σύγχυση, παραπλανώ, σε Ευρ.