καταβροχθίζω

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβροχθίζω Medium diacritics: καταβροχθίζω Low diacritics: καταβροχθίζω Capitals: ΚΑΤΑΒΡΟΧΘΙΖΩ
Transliteration A: katabrochthízō Transliteration B: katabrochthizō Transliteration C: katavrochthizo Beta Code: katabroxqi/zw

English (LSJ)

   A gulp down, Hp.Coac.62, Ar.Eq.357, 826; ὀβολόν Id.Av.503, cf. Antiph.190.6; τὴν Πελοπόννησον ἅπασαν Hermipp. 45: metaph., λόγους κ. Ath.6.270b.

German (Pape)

[Seite 1341] niederschlucken, verschlingen; Hippocr.; Ar. Av. 505; θερμόν ποτε καταβροχθίσας ἰχθύν Ath. VIII, 344 b; übertr., λόγους μόνον καταβροχθίσας VI, 270 b.

Greek (Liddell-Scott)

καταβροχθίζω: μέλλ. -ίσω, καταπίνω, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 126, Ἀριστοφ. Ἱππ. 357, 826, Ὄρνιθ. 503· κατεβρόχθισεν ἂν τὴν Πελοπόννησον ἅπασαν Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 3· μεταφ., λόγους μόνον καταβροχθίσας Ἀθήν. 270Β·-πρβλ. βρόχω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

avaler, engloutir.
Étymologie: κατά, βροχθίζω.

Greek Monolingual

(AM καταβροχθίζω)
κατατρώω, καταπίνω λαίμαργα (α. «καταβροχθίζει τα ψάρια ωμά σαν τον γλάρο» β. «ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βροχθίζω «καταπίνω, τρώγω» (< βρόχθος «λαιμός»)].