ἐνδομέω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
A build in, ἐνδεδόμηται Hp.Cord.6; κίονες ἐνδεδομημένοι J. AJ15.11.5.
German (Pape)
[Seite 835] darin bauen, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδομέω: ἐνοικοδομῶ, κτίζω ἐντός, ἐνδεδόμηται Ἱππ. 269. 17· κίονες ἐνδεδομημένοι Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
bâtir dans.
Étymologie: ἐν, δόμος.
Spanish (DGE)
construir dentro en v. pas. (ἡ λαιὴ γαστήρ) πάχετον ἐνδεδόμηται el ventrículo izquierdo está formado internamente con espesor Hp.Cord.6, τοίχου κίονας ἔχοντος ἐνδεδομημένους el muro con columnas embutidas dentro de él I.AI 15.416.