νηματώδης

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νημᾰτώδης Medium diacritics: νηματώδης Low diacritics: νηματώδης Capitals: ΝΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: nēmatṓdēs Transliteration B: nēmatōdēs Transliteration C: nimatodis Beta Code: nhmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A fibrous, in filaments, Plu.2.434a.

Greek (Liddell-Scott)

νημᾰτώδης: -ες, ὅμοιος, νήματι, μηρύματα λίθων μαλακὰ νηματώδη Πλούτ. 2. 434Α.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à des fils.
Étymologie: νῆμα, -ωδης.

Greek Monolingual

-ώδες (Α νηματώδης, -ῶδες) νήμα
1. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῡ», Πλούτ.)
2. αυτός που μοιάζει με νήμα («νηματώδες νεύρο»)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νηματώδεις
ζωολ. φύλο ή ομοταξία τών νημαθελμίνθων.