παρατυγχάνω

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατυγχάνω Medium diacritics: παρατυγχάνω Low diacritics: παρατυγχάνω Capitals: ΠΑΡΑΤΥΓΧΑΝΩ
Transliteration A: paratynchánō Transliteration B: paratynchanō Transliteration C: paratygchano Beta Code: paratugxa/nw

English (LSJ)

pf. -τέτευχα and -τετύχηκα (v. infr.) : aor. παρέτῠχον: —

   A happen to be near, be among, παρετύγχανε μαρναμένοισιν Il. 11.74 ; π. τῷ λόγῳ, τῷ πάθεϊ, to be present at... Hdt.7.236, 9.107; εἰς καιρόν γε παρατετύχηκεν ἡμῖν ἐν τοῖς λόγοις Πρόδικος Pl.Prt.340e; τῇ μάχῃ Plb.3.70.7; οἱ -τετυχηκότες τοῖς κινδύνοις Id.12.28A.5; but ὁ πλείστοις κινδύνοις -τετευχώς who had met with... Id.12.27.8 : with Preps., visit, εἰς κώμην POxy.76.11 (ii A. D.); ἐπὶ διάγνωσιν put in an appearance at... Mitteis Chr.89.18 (ii A. D.).    2 abs., happen to be present, Hdt. 1.59, 6.108 ; of things, offer, present itself, Hp.Art.38; παρατυχούσης τινὸς σωτηρίας Th.4.19; ἕως ἄν τις παρατύχῃ διαφυγή Id.8.11 ; λαβόντας ὅ τι ἑκάστῳ παρέτυχεν ὅπλον Pl.R.474a.    3 freq. in part. παρατυχών, whoever chanced to be by, i. e. the first comer, any chance person, οὐκ ἐκ τοῦ παρατυχόντος πυνθανόμενος Th.1.22 ; σὺν τοῖς π. ἱππόταις X. Cyr.1.4.18 ; also τὸ παρατυγχάνον or παρατυχόν whatever turns up or chances, ποιεῖν τὸ παρατυγχάνον αὐτῷ to do whatever circumstances required, Id.Eq.Mag.9.1 ; πρὸς τὸ παρατυγχάνον as circumstances required, Th.1.122; ἐν τῷ παρατυχόντι Id.5.38 ; ἀποκρίνασθαι ἐκ τοῦ παρατυχόντος answer offhand, Plu.2.154a : παρατυχόν, abs., it being in one's power, since it was in one's power to do, c. inf., Th.1.76; ἐν καλῷ π. σφίσι ξυμβαλεῖν Id.5.60.

German (Pape)

[Seite 504] (s. τυγχάνω), gerade dabei sein, dazukommen, τινί, Il. 11, 74; Her. 9, 107; – auch ohne Casus, Her. 6, 108; ἕως ἄν τις παρατύχῃ διαφυγὴ ἐπιτηδεία, bis sich darbiete, finde, Thuc. 8, 11; εἰς καιρόν γε παρατετύχηκεν ἡμῖν ἐν τοῖς λόγοις Πρόδικος, Plat. Prot. 340 e, er ist zu rechter Zeit dazugekommen; – σὺν τοῖς παρατυχοῦσιν ἱππόταις, mit denen, die gerade da waren, Xen. Cyr. 1, 4, 18; λαβόντας ὅ, τι ἑκάστῳ παρέτυχεν ὅπλον, Plat. Rep. 1, 474 a; Sp.; παρ' αὐτῶν ἱστορηκέναι τῶν παρατετευχότων τοῖς καιροῖς, Pol. 3, 48, 12. 12, 27, 8; παρατυχόντες πλοίῳ, darauf stoßend, 4, 6, 1; Sp.; – πρὸς τὸ παρατυγχάνον τὰ πολλὰ τεχνᾶται, nach den jedesmaligen Ereignissen, Thuc. 1, 122; ἐκ τοῦ παρατυχόντος πυνθάνεσθαι (von dem Ersten Besten, wie sonst ὁ τυχών), 1, 22; ἐν τῷ παρατυχόντι, nach den Umständen, 5, 38; u. absolut, παρατυχόν, da es sich so traf, z. B. ἰσχύϊ χρήσασθαι, 1, 76. 5, 60.

Greek (Liddell-Scott)

παρατυγχάνω: μέλλ. -τεύξομαι: ἀόρ. παρέτῠχον. Συμβαίνει νὰ εἶμαι πλησίον, τυγχάνω παρών, παρετύγχανε μαρναμένοισιν Ἰλ. Λ. 74· π. τῷ λόγῳ, τῷ πάθεῐ, εἶμαι παρὼν κατὰ ..., Λατ. interesse, Ἡρόδ. 7. 236., 9. 107· εἰς καιρόν γε π. ἡμῖν ἐν τοῖς λόγοις Πρόδικος Πλάτ. Πρωτ. 340Ε· τῇ μάχῃ Πολύβ. 3. 70, 7· ὁ πλείστοις κινδύνοις παρατετευχώς, ὅστις ἔχει περιέλθει ἢ περιπέσει ..., ὁ αὐτ. 12. 27, 8. 2) ἀπολ., συμβαίνει νὰ εἶμαι παρών, Ἡρόδ. 1. 59., 6. 108· καὶ ἐπὶ εὐκαιρίας, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803· παρατυχούσης τινὸς σωτηρίας Θουκ. 4. 19· ἕως ἄν τις παρατύχῃ διαφυγὴ ὁ αὐτ. 8. 11· λαβόντε ὅ τι ἑκάστῳ παρέτυχεν ὅπλον Πλάτ. Πολ. 474Α.
3) συχνάκις ἐν τῇ μετοχῇ παρατυχών, ὅστισδήποτε συνέπεσε νὰ εἶναι πλησίον, ὁ πρῶτος παρουσιασθείς, πᾶς τις κατὰ τύχην, οὐκ ἐκ παρατυχόντος πυνθανόμενος Θουκ. 1. 22· σὺν τοῖς π. ἱππόταις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 18 - οὕτω, ποιεῖν τὸ παρατυγχάνον ἀεί, ὅ τι αἱ περιστάσεις ἑκάστοτε ἀπαιτοῦσιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππαρχικῷ 9, 1· πρὸς τὸ παρατυγχάνον, κατὰ τὰς ἀπαιτήσεις τῶν περιστάσεων, Θουκ. 1. 122· ἐν τῷ παρατυχόντι ὁ αὐτ. 5. 38· ἐκ τοῦ παρατυχόντος ἀποκρίνασθαι, ἀποκρίνασθαι ἐκ τοῦ προχείρου, Πλούτ. 2. 154Α· - παρατυχόν, ἀπολ., ὡς τὸ παρασχόν, ἐν ᾧ ἦτο εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, ἀφοῦ ἠδυνάμην νὰ ..., Θουκ. 1. 76· ἐν καλῷ π. σφίσι ξυμβαλεῖν ὁ αὐτ. 5, 60.

French (Bailly abrégé)

f. παρατεύξομαι, ao. παρέτυχον, pf. παρατετύχηκα ou παρατέτευχα;
se trouver auprès de, à portée de ; au part. abs. ὁ παρατυχών THC celui qui se trouve à portée, le premier venu ; πρὸς τὸ παρατυγχάνον THC selon les circonstances ; ἐκ τοῦ παρατυχόντος PLUT, ἐν τῷ παρατυχόντι THC selon l’occasion, sur-le-champ, à l’instant même ; • παρατυχόν avec l’inf. THC lorsque l’occasion se présente de, etc.
Étymologie: παρά, τυγχάνω.

English (Autenrieth)

chance to be at hand, Il. 11.74†.