μιαιφονέω
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
A commit murder, E.IA1364, Plu.Mar.44. 2 c. acc., murder, Isoc. 12.181, Pl.R.565e, 571d, Luc.DMort.12.3.
German (Pape)
[Seite 182] durch Mord besudeln, Eur. I. A. 1364; morden, Plat. Rep. VIII, 565 e; Luc. D. M. 12, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μιαιφονέω: γίνομαι μιαιφόνος, Εὐρ. Ι. Α. 1364. 2) μετ’ αἰτ., φονεύω, οὐδὲ τοὺς πονηροτάτους τῶν οἰκετῶν ὅσιόν ἐστι μιαιφονεῖν Ἰσοκρ. 271Β, Πλάτ. Πολ. 565Ε, 571D.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐμιαιφόνουν, Pass. ao. ἐμιαιφονήθην;
1 se souiller d’un meurtre;
2 tuer, assassiner.
Étymologie: μιαιφόνος.
Greek Monotonic
μιαιφονέω:I. 1. μολύνομαι από αίμα φόνου που έχω διαπράξει, σε Ευρ.
2. με αιτ., φονεύω, σε Ισοκρ., Πλάτ.