μιαιφονέω

From LSJ
Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐαιφονέω Medium diacritics: μιαιφονέω Low diacritics: μιαιφονέω Capitals: ΜΙΑΙΦΟΝΕΩ
Transliteration A: miaiphonéō Transliteration B: miaiphoneō Transliteration C: miaifoneo Beta Code: miaifone/w

English (LSJ)

   A commit murder, E.IA1364, Plu.Mar.44.    2 c. acc., murder, Isoc. 12.181, Pl.R.565e, 571d, Luc.DMort.12.3.

German (Pape)

[Seite 182] durch Mord besudeln, Eur. I. A. 1364; morden, Plat. Rep. VIII, 565 e; Luc. D. M. 12, 3.

Greek (Liddell-Scott)

μιαιφονέω: γίνομαι μιαιφόνος, Εὐρ. Ι. Α. 1364. 2) μετ’ αἰτ., φονεύω, οὐδὲ τοὺς πονηροτάτους τῶν οἰκετῶν ὅσιόν ἐστι μιαιφονεῖν Ἰσοκρ. 271Β, Πλάτ. Πολ. 565Ε, 571D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἐμιαιφόνουν, Pass. ao. ἐμιαιφονήθην;
1 se souiller d’un meurtre;
2 tuer, assassiner.
Étymologie: μιαιφόνος.

Greek Monotonic

μιαιφονέω:I. 1. μολύνομαι από αίμα φόνου που έχω διαπράξει, σε Ευρ.
2. με αιτ., φονεύω, σε Ισοκρ., Πλάτ.