ἠρεμέω
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
hyperdor. ἀρεμ- Ti.Locr.95d:—
A to be still, keep quiet, be at rest, opp. κινέομαι, Hp.Fract.6, Arist.Ph.238b23,al., Aristox.Harm. p.12 M.; τὸ ἠρεμοῦν, opp. τὸ κινούμενον, Pythag. ap. Arist.Metaph. 986a24; of the object of knowledge, Pl.Phd.96b, Arist.APo.100a6; ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντες διαμένειν X.Ages.7.3; acquiesce in a verdict, Pl.Lg.956d; ἠ. τῇ διανοίᾳ Arr.Epict.2.21.22: acc. to Stoics, only of animate beings, Stoic.2.161. 2 to be unmoved, remain fixed, μόνος οὗτος ἠ. ὁ λόγος Pl.Grg.527b, cf. Lg.891a. 3 c. inf., refrain from doing... Luc.Jud.Voc.4 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1175] (s. ἠρέμα), still, ruhig sein; Xen. Equ. 7, 8 vom Pferde; ἀρεμέωσα καὶ κινωμένα Tim. Locr. 95 d; ἐὰν ὁ διώκων μὴ ἠρεμῇ Plat. Legg. XII, 956 d; feststehen, bleiben, ἐν τοσούτοις λόγοις τῶν ἄλλων ἐλεγχομένων μόνος οὗτος ἠρεμεῖ ὁ λόγος Gorg. 527 b; ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντας διαμένειν Xen. Ag. 7, 3; Sp.; ἠρεμητέον, man muß sich ruhig verhalten, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἠρεμέω: Δωρ. ἀρεμέω, Τίμ. Λοκρ. 95D· - εἶμαι ἥσυχος, ἡσυχάζω, ἀναπαύομαι, ἀντίθ. κινέομαι, Ἱππ. Ἀγμ. 755, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 6. 8, 8., 8. 1, 3, κ. ἀλλ.· ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντες διαμένειν Ξεν. Ἀγησ. 7, 3, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 891Α, 956D· ἠρ. τῇ διανοίᾳ Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 21, 22· - ἠρεμητέον, ῥημ. ἐπίθ., Φίλων 1. 89. 2) εἶμαι ἀκίνητος, διαμένω ἀκίνητος, ἀσάλευτος, ἀμετάβλητος, μόνος οὗτος ἠρ. ὁ λόγος Πλάτ. Γοργ. 527Β· τὸ ἠρεμεῖν ὁ αὐτ. Φαίδ. 96Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être calme, tranquille.
Étymologie: ἠρεμής.
Greek Monotonic
ἠρεμέω: μέλ. -ήσω, παραμένω ήσυχος, είμαι αδρανής, στέκομαι ατάραχος, σε Ξεν., Πλάτ.