βέλτερος
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
α, ον,
A = βελτίων, poet. Comp. of ἀγαθός, better, more excellent, Hom. only in neut., βέλτερόν [ἐστι] it is better, c. inf., Il.15.511, 21.485: c. dat. pers. et inf., Od.17.18; βέλτερον εἰ . . 6.282, cf. Thgn.92, A.Th.337, etc.: Sup. βέλτατος, η, ον, Id.Eu.487, Supp. 1054.
German (Pape)
[Seite 441] p. = βελτίων, Hom. Odyss. 6, 282. 17, 18 (v. l. βέλτιον) Iliad. 14, 81. 15, 511. 18, 302. 21, 485. 22; 129. 23, 605 (v. l. δεύτερον), überall in der Form βέλτερον neutr.; – Hesiod. Op. 365 βέλτερον neutr.; Aeschyl. Suppl. 1070; Sept. 337 βέλτερα; Theogn. 92 und Pseudo-Phocylid. 130 = 122 mascul. βέλτερος. – Aeschyl. hat auch einen superlat. βέλτατος, Eumenid. 487 βέλτατα, Suppl. 1055 βέλτατον.
Greek (Liddell-Scott)
βέλτερος: -α, -ον, = βελτίων, ποιητ. συγκρ. τοῦ ἀγαθός, καλλίτερος, ἐξοχώτερος, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ οὐδέτερον, βέλτερόν [ἐστι], εἶναι καλλίτερον (ἀπροσώπως) μετ’ ἀπαρεμφ., Ἰλ. Ο. 511, Φ. 485· μ. δοτ. προσ. καί ἀπαρ., Ὀδ. Ρ. 18· βέλτερον εἰ … Ζ. 282· ὡσαύτως παρὰ Θεόγν. 91, Αἰσχύλ. Θήβ. 337, κτλ. - Ἐντεῦθεν σπάνιόν τι ὑπερθ. βέλτατος, η, ον, ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 487, Ἱκέτ. 1055.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
Cp. poét. de ἀγαθός, meilleur ; βέλτερόν (ἐστι) avec l’inf. IL, OD il est mieux de ; βέλτερον εἰ OD (elle a) mieux fait de.
Étymologie: cf. βελτίων.
English (Autenrieth)
better, only neut. sing., βέλτερον (ἐστί), foll. by inf., βέλτερον εἰ, Od. 6.282.