βέλτερος

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βέλτερος Medium diacritics: βέλτερος Low diacritics: βέλτερος Capitals: ΒΕΛΤΕΡΟΣ
Transliteration A: bélteros Transliteration B: belteros Transliteration C: velteros Beta Code: be/lteros

English (LSJ)

α, ον,

   A = βελτίων, poet. Comp. of ἀγαθός, better, more excellent, Hom. only in neut., βέλτερόν [ἐστι] it is better, c. inf., Il.15.511, 21.485: c. dat. pers. et inf., Od.17.18; βέλτερον εἰ . . 6.282, cf. Thgn.92, A.Th.337, etc.: Sup. βέλτατος, η, ον, Id.Eu.487, Supp. 1054.

German (Pape)

[Seite 441] p. = βελτίων, Hom. Odyss. 6, 282. 17, 18 (v. l. βέλτιον) Iliad. 14, 81. 15, 511. 18, 302. 21, 485. 22; 129. 23, 605 (v. l. δεύτερον), überall in der Form βέλτερον neutr.; – Hesiod. Op. 365 βέλτερον neutr.; Aeschyl. Suppl. 1070; Sept. 337 βέλτερα; Theogn. 92 und Pseudo-Phocylid. 130 = 122 mascul. βέλτερος. – Aeschyl. hat auch einen superlat. βέλτατος, Eumenid. 487 βέλτατα, Suppl. 1055 βέλτατον.

Greek (Liddell-Scott)

βέλτερος: -α, -ον, = βελτίων, ποιητ. συγκρ. τοῦ ἀγαθός, καλλίτερος, ἐξοχώτερος, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ οὐδέτερον, βέλτερόν [ἐστι], εἶναι καλλίτερον (ἀπροσώπως) μετ’ ἀπαρεμφ., Ἰλ. Ο. 511, Φ. 485· μ. δοτ. προσ. καί ἀπαρ., Ὀδ. Ρ. 18· βέλτερον εἰ … Ζ. 282· ὡσαύτως παρὰ Θεόγν. 91, Αἰσχύλ. Θήβ. 337, κτλ. - Ἐντεῦθεν σπάνιόν τι ὑπερθ. βέλτατος, η, ον, ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 487, Ἱκέτ. 1055.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
Cp. poét. de ἀγαθός, meilleur ; βέλτερόν (ἐστι) avec l’inf. IL, OD il est mieux de ; βέλτερον εἰ OD (elle a) mieux fait de.
Étymologie: cf. βελτίων.

English (Autenrieth)

better, only neut. sing., βέλτερον (ἐστί), foll. by inf., βέλτερον εἰ, Od. 6.282.