βούλευμα
Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich
English (LSJ)
ατος, τό,
A resolution, purpose, A.Pr.171 (lyr.), 619, Ar.Av.993, etc.: freq. in pl., Pi.N.5.28, Hdt.3.80, S.OT45, A.Th.594, Pl.R.334a, D.18.296: prov., τοῖς οἰκείοις β. ἁλίσκεσθαι 'to be hoist with one's own petard', Lib.Or.59.20. II sitting of a βουλή, φοιτᾶν εἰς τὰ β. Philostr.Her.19.6.
German (Pape)
[Seite 457] τό, Rathschluß, Beschluß, Pind. N. 5, 28; oft bei Tragg., bes. häufig im plur., z. B. ἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα Aesch. Spt. 576; seltener Rath, Soph. El. 955. – Prosa, Her. 6, 100. 7, 10, 4; τὰ τῶν πολεμίων Plat. Rep. I, 334 a u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
βούλευμα: -ατος, τό, ἀπόφασις μετὰ προηγουμένην σκέψιν, σκοπός, σχέδιον, Λατ. consilium, Ἡρόδ. 3. 80, 82, Αἰσχύλ. Πρ. 170, 619, κτλ.· συχνότερον κατὰ πληθ., Πίνδ. Ν. 5. 52, Τραγ., καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 résultat, d’une délibération, résolution, dessein arrêté;
2 conseil, avis.
Étymologie: βουλεύω.
English (Slater)
βούλευμα
1 purpose, plan — ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν (N. 5.28) οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 4. ]σσέ νιν ὑπάτοισιν βουλεύοντι: μασι sc. of Zeus Δ. 4. 36.