Δαυλίς
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A Daulis, a city of Phocis, Il.2.520, etc.; also name of a festival at Argos, Hsch. (Δαῦλις cod.), etc.: Δαύλιος, ὁ, a Daulian, Hdt.8.35, or Δαυλιεύς, έως, A.Ch.674: Δαυλία (sc. χώρα), ἡ, the country of Daulis, Phocis, S.OT734.
Greek (Liddell-Scott)
Δαυλίς: -ίδος, ἡ, πόλις τῆς Φωκίδος, Ὅμ., κτλ.·- Δαύλιος, ὁ, ἐκ Δαυλίδος, Ἡρόδ. 8. 35· ἢ Δαυλιεύς, έως, Αἰσχύλ. Χο. 674·- Δαυλία (ἐνν. χώρα), ἡ, ἡ χώρα τῆς Δαυλίδος, ἡ Φωκίς, Σοφ. Ο. Τ. 734.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 (χώρα) le territoire ou la ville de Daulis (auj. Daulia) en Phocide;
2 (ὄρνις) l’oiseau de Daulis, càd l’hirondelle (Proknè).
Étymologie: DELG δαυλός.