ὑποτειχίζω
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
A build a wall under or so as to intercept, build a crosswall, Th.6.99, App.Ill.19.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτειχίζω: κτίζω τεῖχος ὑποκάτω πρὸς ἀποκλεισμόν, κτίζω τεῖχος ἐγκάρσιον, Θουκ. 6. 99, Ἀππ. Ἰλλυρ. 19.
French (Bailly abrégé)
fortifier au-dessous par un mur, construire un mur de soutien.
Étymologie: ὑπό, τειχίζω.