Κυκλοβόρος

From LSJ
Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυκλοβόρος Medium diacritics: Κυκλοβόρος Low diacritics: Κυκλοβόρος Capitals: ΚΥΚΛΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: Kyklobóros Transliteration B: Kykloboros Transliteration C: Kyklovoros Beta Code: *kuklobo/ros

English (LSJ)

ὁ, torrent in Attica,

   A κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων Id.Eq.137; ᾤμην δ' ἔγωγε τὸν K. κατιέναι Id.Fr.636.

Greek (Liddell-Scott)

Κυκλοβόρος: ὁ, χαράδρα, χείμαρρος ἐν Ἀττικῇ ῥέων μετὰ πολλοῦ ψόφου, κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων Ἀριστοφ. Ἱππ. 137· ᾤμην δ’ ἔγωγε τὸν Κ. κατιέναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 539· ἴδε ἐν λέξ. χαράδρα. (Πιθ. ἐκ √ΒΟΡ, βιβρώσκω).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Cycloborus, torrent de l’Attique.
Étymologie: κύκλος, βιβρώσκω.

Greek Monotonic

Κυκλοβόρος: -ου, ὁ (βι-βρώσκω)· Κυκλόβορος, χείμαρρος στην Αττική, σε Αριστοφ.