θερμουργός
From LSJ
English (LSJ)
όν,
A doing hot and hasty acts, reckless, X.Mem.1.3.9 (Sup.), Luc.Tim.2.
German (Pape)
[Seite 1202] hitzig, kühn, unbesonnen handelnd, Xen. Mem. 1, 3, 9, neben ἀνόητος u. ῥιψοκίνδυνος; vgl. Luc. Tim. 2. S. θερμοεργός.
Greek (Liddell-Scott)
θερμουργός: όν (*ἔργω) ἐνεργῶν θερμῶς, ἀπερίσκεπτος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9, Λουκ. Τίμ. 2.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui agit d’une manière chaleureuse, résolue, hardie.
Étymologie: θερμός, ἔργον.
Greek Monolingual
-ό (Α θερμουργός, -όν)
αυτός που ενεργεί με θέρμη, χωρίς ψυχραιμία, ο ριψοκίνδυνος.
επίρρ...
θερμουργώς
με θέρμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -ουργός (< έργον), πρβλ. αυτ-ουργός, δημι-ουργός, χειρ-ουργός].