καρτερέω

From LSJ
Revision as of 19:13, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτερέω Medium diacritics: καρτερέω Low diacritics: καρτερέω Capitals: ΚΑΡΤΕΡΕΩ
Transliteration A: karteréō Transliteration B: kartereō Transliteration C: kartereo Beta Code: kartere/w

English (LSJ)

   A to be steadfast, patient, S.Ph.1274, Men.Sam.112, etc.; ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν E.Alc.1078, cf. Th.7.64; κ. μάχῃ E.Heracl.837; κ. ἐλπίδι τινός Th.2.44: freq. with a Prep., κ. πρός τι to hold up against a thing, e.g. πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Pl.R.556c; πρὸς λιμὸν καὶ ῥῖγος X.Cyr.2.3.13; ἐπὶ τοῖς παροῦσι Isoc.6.48, cf. Pl. La.194a; κ. ἐν ταῖς ἡδοναῖς to be patient or temperate in... Id.Lg. 635c; ἐν πολέμῳ Id.La.193a; κ. ἀπὸ τοῦ ὕπνου refrain therefrom, Ael.NA13.13: c. part., persevere in doing, οἱ δ' ἐκαρτέρουν πρὸς κῦμα λακτίζοντες E.IT1395; κ. ἀναλίσκων ἀργύριον φρονίμως Pl.La.192e; ἀκούων Aeschin.3.241; κ. ἐν ἐπιτηδεύμασιν Isoc.2.32; also τὰ δείν' ἐκαρτέρουν was strangely obdurate or obstinate, S.Aj.650: in later Prose meaning little more than wait, καρτέρει καὶ θεώρει wait and see, LXX 2 Ma.7.17; οὐ κ. μέχρι θαλάμων ἐλθεῖν S.E.M.1.291.    II c. acc. rei, bear patiently, endure, τὰ δ' ἀδύναθ' ἡμῖν καρτερεῖν οὐ ῥᾴδιον E.IA1370; κ. θεοῦ δόσιν Id.Alc.1071; τῷ σώματι τὰ συντυγχάνοντα X.Mem.1.6.7; τὸν τῶν ὑπεροπτικῶν ὄγκον Isoc.1.30; πολλὴν κακοπάθειαν Arist.Pol.1278b27:—Pass., κεκαρτέρηται τἀμά my time for patience is over, E.Hipp.1457.--In Hsch., οὐ καρτεριάδδει· οὐ φρόνιμος εἶ, should prob. be οὐ καρτερίδδει (Lacon. for καρτερίζει).

German (Pape)

[Seite 1330] stark, muthig, standhaft sein, ausdauern, bes. im Unglück u. in Gefahren; πότερον δέδοκταί σοι μένοντι καρτερεῖν Soph. Phil. 1258; καρτερεῖς ἔτ' ἐν δόμοις Eur. Hec. 1223; ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν Alc. 1081; μάχῃ, im Kampfe, Heracl. 837; c. part., πρὸς κῦμα λακτίζοντες I. T. 1395; τίς ἂν τὰ τοιαῦτα καρτερήσειεν ἀκούων Aesch. 3, 241; ὑπομένοντα καρτερεῖν ὅπου δεῖ Plat. Gorg. 507 b; καὶ θαῤῥῶν Theaet. 157 d; καὶ ἡσυχίαν ἄγειν Phaed. 117 e; Ggstz πτήσσω Conv. 184 a; ἐν πολέμῳ Lach. 193 a; ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν 194 a; καρτερεῖν ἐπὶ τοῖς παροῦσι Isocr. 6, 48; πρός τι, gegen Etwas standhaft sein, es aushalten, πρὸς λιμὸν καὶ ῥῖγος Xen. Cyr. 2, 3, 13, πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Plat. Rep. VIII, 556 b. – Auch mit dem acc., ertragen, τὰ δεινά, eigtl. stark sein zum Schrecklichen, Soph. Ai. 635; τὰ ἀδύνατα ἡμῖν καρτερεῖν οὐ ῥᾴδιον Eur. I. A. 1370; τῷ σώματι τὰ συντυγχάνοντα Xen. Mem. 1, 6, 7; τὸν ὄγκον Isocr. 1, 30; πολλὴν κακοπάθειαν Arist. pol. 3, 6. – Auch = sich einer Sache enthalten, standhaft gegen sie sein, ἀπὸ τοῦ ὕπνου Ael. H. A. 13, 13. – Eur. hat auch das pass. gebildet, Hipp. 1457, wo auf die Aufforderung ἀλλὰ καρτέρει geantwortet wird κεκαρτέρηται τἀμά.