ἔτνος
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
εος, τό,
A thick soup made with pease or beans, Ar.Ach.246, Ra.62, 506, Pl.Hp.Ma.290d; ἔ. πίσινον Ar.Eq.1171; φάκινον Hp. Acut.(Sp.) 53; κυάμινον Gal.Vict.Att.53; as poultice, τὸ ἔτνος τὸ ἐκ τῶν κυάμων Lycusap. Orib.9.35.1. (ἑτνος from a false deriv. from ἕω, EM387.9, etc.)
German (Pape)
[Seite 1052] τό, Brei, bes. von Hülsenfrüchten, nach B. A. 10 κυάμων ἢ πισῶν ἢ ἁπλῶς κατερεικτῶν τινων, unterschieden von ἀθάρη, w. m. s. Schol. Ar. εἶδος ἀθάρας ἀπὸ φασηλίων, Ran. 62. 505 u. öfter; Plat. Hipp. mai. 290 d u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἔτνος: -εος, τό, πυκνὸς ζωμὸς μετ’ ὀσπρίων, εἶδος πόλτου ἤ χυλοῦ ὀσπρίων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 246, Βάτρ. 62, 506, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 290D· ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1171· ἐν τῷ πληθ., Καλλ. Ἀποσπ. 178. (ἔτνος ἐν Ἐτυμολ. Μ., Ἡσυχ., κλ.).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
purée de légumes.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Greek Monolingual
ἔτνος, τὸ (εσφ. γραφή ἕτνος) (Α)
πυκνός ζωμός με όσπρια, είδος πολτού ή χυλού οσπρίων («ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» — σούπα από μπιζέλια, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. συγγένεια με το μσν. αρχ. ιρλ. eitne «πυρήνας». Αν όντως πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως λέξη, η λ. σχηματίζεται με την παραγωγ. κατάλ. -νος.
ΠΑΡ. αρχ. ετν-ηρός, ετν-ίτης.
ΣΥΝΘ. αρχ. (Α' συνθετικό) ετν-ήρυσις, ετν-οδόνος].