Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
[Seite 1174] ιδος, ἡ, fem. zu ἠπειρώτης, w. m. s.
ιδος ; acc. ιν;adj. f.de la terre ferme, du continent : ἠπειρῶτις ξυμμαχία THC alliance continentale.Étymologie: fém. de ἠπειρώτης.
ἠπειρῶτις: ιδος f к ἠπειρώτης.