ἱκνευμένως
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
German (Pape)
[Seite 1249] auf zukommende, gebührende Art, schicklich; Her. 6, 65; Hippocr.; M. Ant. 5, 12 ἱκνουμένως καὶ ἀστείως εἰρημένον.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἱκνουμένως.
Russian (Dvoretsky)
ἱκνευμένως: надлежащим образом, законно (οὐκ ἱ. βασιλεύειν Her.).