κεφαλῖνος

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλῖνος Medium diacritics: κεφαλῖνος Low diacritics: κεφαλίνος Capitals: ΚΕΦΑΛΙΝΟΣ
Transliteration A: kephalînos Transliteration B: kephalinos Transliteration C: kefalinos Beta Code: kefali=nos

English (LSJ)

ὁ, a

   A sea-fish, = βλεψίας, Dorio ap.Ath.7.306f.

German (Pape)

[Seite 1428] ὁ, ein Meerfisch, sonst βλεψίας, Ath. VII, 306 f.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλῖνος: ὁ, θαλάσσιός τις ἰχθύς, = βλεψίας, Δωρίων παρ᾿ Ἀθηναίῳ 306F.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
autre nom du poisson de mer βλεψίας (mulet gris).
Étymologie: κεφαλή.

Greek Monolingual

ο (Α κεφαλῑνος)
νεοελλ.
ζωολ. άλλη ονομασία του ψαριού κέφαλος
αρχ.
είδος θαλάσσιου ψαριού, αλλ. βλεψίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ινος (πρβλ. γυρ-ίνος, ερυθρ-ίνος)].