κήρυγμα
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
ατος, τό, (κηρύσσω)
A that which is cried by a herald, proclamation, S.Ichn.13, etc.; κ. ποιέεσθαι Hdt.3.52; ἐκ τοῦ κ. by proclamation, Id.6.78; πόλει κ. θεῖναι S.Ant.8; τῷ κ. ἐμμένειν Id.OT 350, cf. Ant.454; κ. ἀνειπεῖν Th.4.105; κηρύσσειν Aeschin.3.154; κ. γιγνόμενον D.18.83; announcement of victory in games, D.C.63.14; mandate, summons, S.Ant.162 (anap.); reward offered by proclamation, X.HG5.4.10, Aeschin.3.33. II preaching, Ev.Luc. 11.32,al.
German (Pape)
[Seite 1434] τό, das durch den Herold Ausgerufene, Bekanntmachung, Befehl; φασὶ πανδήμῳ πόλει κήρυγμα θεῖναι τὸν στρατηγόν Soph. Ant. 8, öfter, vgl. El. 673; ἄκουε καινῶν ἐξ ἐμοῦ κηρυγμάτων Eur. I. T. 239; κήρυγμα ἐποιήσαντο, = ἐκήρυξαν, Her. 8, 41, wie Thuc. 7, 82; auch κήρυγμα ἀνειπών, 4, 105; ἄγρια Plat. Legg. XII, 953 e; Folgde. – Auch die ausgerufene Belohnung, der auf eine Person oder Sache gesetzte Preis, Xen. Hell. 5, 4, 10.
Greek (Liddell-Scott)
κήρυγμα: τό, (κηρύσσω) τὸ ὑπὸ τοῦ κήρυκος ἀγγελλόμενον, προκήρυξις, δημοσία γνωστοποίησις, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· κ. ποιέεσθαι Ἡρόδ. 3. 52., 5. 92, 7, κτλ.· ἐκ τοῦ κηρύγματος, διὰ προκηρύξεως, ὁ αὐτ. 6. 78· κ. θεῖναι τῇ πόλει Σοφ. Ἀντ. 8· τῷ κ. ἐμμένειν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 350, πρβλ. Ἀντ. 454· κ. ἀνειπεῖν Θουκ. 4. 105· κηρύσσειν Αἰσχίν. 75. 30· γίγνεται κ. Δημ. 253. 7· ― ἀμοιβὴ προκηρυττομένη, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 10, Αἰσχίν. 58. 26.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 proclamation par un héraut;
2 promesse d’une récompense par un héraut.
Étymologie: κηρύσσω.
English (Strong)
from κηρύσσω; a proclamation (especially of the gospel; by implication, the gospel itself): preaching.