κοιλογάστωρ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ, (γαστήρ)
A hollow-bellied, hungry, A.Th. 1040: metaph., κ. κύκλος, of a hollow shield, ib.496.
German (Pape)
[Seite 1466] ορος, hohlbäuchig; λύκοι, d. i. hungrig, gefräßig, Aesch. Spt. 1026; übertr. vom Schilde, κύτος κοιλογάστορος κύκλου 478.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλογάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (γαστὴρ) ἔχων κοίλην τὴν γαστέρα, κενὴν δηλ., πειναλέος, ἐπὶ λύκων, Αἰσχύλ. Θήβ. 1035· μεταφ., κοίλη ἀσπίς, αὐτόθι 496.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
1 bouclier dont le ventre (càd le milieu) est concave;
2 au ventre creux, càd affamé.
Étymologie: κοῖλος, γαστήρ.
Greek Monolingual
κοιλογάστωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει κοίλη τη γαστέρα, δηλ. αυτός που πεινά συνεχώς, αδηφάγος, πειναλέος («οὐδὲ κοιλογάστορες λύκοι πάσονται», Αισχύλ.)
2. φρ. μτφ. «κοιλογάστωρ κύκλος» — κοίλη ασπίδα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυ-γάστωρ, ολβιο-γάστωρ].