κνύω

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνύω Medium diacritics: κνύω Low diacritics: κνύω Capitals: ΚΝΥΩ
Transliteration A: knýō Transliteration B: knyō Transliteration C: knyo Beta Code: knu/w

English (LSJ)

   A scratch, πόθῳ μου' κνῡεν ἐλθὼν τὴν θύραν Ar.Th.481, cf. Men. 1021.

Greek (Liddell-Scott)

κνύω: (κνάω) κτυπῶ τι ἐλαφρῶς ὡς νὰ ξέω ἢ νὰ ψηλαφῶ αὐτό, πόθῳ μου ’κνυεν ἐλθὼν τὴν θύραν Ἀριστοφ. Θεσμ. 481· πρβλ. κνῦμα.

French (Bailly abrégé)

gratter.
Étymologie: DELG apparenté avec κναίω, κνίζω.

Greek Monolingual

κνύω (Α)
ψηλαφίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ακόμη μια λ. της μεγάλης οικογένειας τών κνίζω, κνῶ, κνίδη, κνῖσα, κνίψ κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hniuwan «συντρίβω», το αρχ. νορβ. hnjoda «συντρίβω» και το λεττον. knūdu «προκαλώ κνησμό»].