κορέω
Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
English (LSJ)
(A),
A sweep out, δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι Od.20.149; τὴν αὐλὴν κόρει Eup.157; κ. τὸ παιδαγωγεῖον D.18.258. II = ἐξυβρίζω, Hsch.: hence κεκορημένος, sens. obsc., Anacr.5.
κορέω (B),
A v. κορέννυμι. κορζία, v. καρδία.
Greek (Liddell-Scott)
κορέω: σπείρω, σαρώνω, καθαίρω, καθαρίζω, δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι Ὀδ. Υ. 149· τὴν αὐλὴν κόρει Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 9 κ. τὸ παιδαγωγεῖον Δημ. 313. 12· κ. τὴν Ἑλλάδα, σαρώνω, ἀφαιρῶ τοὺς κατοίκους αὐτῆς, ἐρημώνω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 59. ΙΙ. ἐξυβρίζω, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν κεκορημένος, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Σαπφὼ 53, Ἀνακρ. 5· ὅπερ τινὲς ἀναφέρουσιν εἰς τὸ κορέννυμι, ἀλλ’ ἴδε Εὐστ. 1542. 47.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
nettoyer en balayant, en lavant, acc..
Étymologie: DELG étym. non établie.
2-ῶ :
fut. ion. épq. de κορέννυμι.