κόρνοψ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
οπος, ὁ, a kind of
A locust, like πάρνοψ, Str.13.1.64 (but κορνώπιδες = κώνωπες, Hsch.):—hence Κορνοπίων, ωνος, ὁ, Locust-scarer, title of Heracles at Oeta, Str.l.c.
German (Pape)
[Seite 1487] od. κόρνωψ, οπος, ὁ, bei den Oetäern = πάρνωψ, eine Heuschreckenart, Strab. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
κόρνοψ: -οπος, ὁ, εἶδος ἀκρίδος, ὡς τὸ πάρνοψ, Στράβ. 613· ― ὁ Ἡρακλῆς ἐκαλεῖτο Κορνοπίων, ὁ τὰς ἀκρίδας τρομάζων, φυγαδεύων, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
οπος (ὁ) :
sorte de sauterelle, insecte.
Étymologie: DELG v. πάρνοψ.
Greek Monolingual
κόρνοψ, -οπος, ὁ (Α)
είδος ακρίδας, ο πάρνοψ («ἀπὸ τῶν παρνόπων, οὓς οἱ Οἰταῑοι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τών πόρνοψ, πάρνοψ].