Κρόνος

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κρόνος Medium diacritics: Κρόνος Low diacritics: Κρόνος Capitals: ΚΡΟΝΟΣ
Transliteration A: Krónos Transliteration B: Kronos Transliteration C: Kronos Beta Code: *kro/nos

English (LSJ)

ὁ, Cronos, Hes.Th.137, Op.111, Il.8.479, 14.203, A.Pr. 203, Eu.641; οἷς δὴ βασιλεὺς K. ἦν 'in the golden age', Cratin.165;

   A ὁ ἐπὶ Κρόνου βίος Arist.Ath.16.7.—Later interpreted as, = χρόνος, cf. Arist.Mu.401a15.    2 ὁ τοῦ K. (sc. ἀστήρ) the planet Saturn, Id.Metaph.1073b35, Mu.392a24, 399a11; so later Κρόνος, ὁ, Placit.2.32.1, Cleom.2.7; ἡ τοῦ K. ἡμέρα Saturday, D.C.37.16.    II nickname for a dotard, old fool, Ar.Nu.929, V.1480, Pl.Euthd.287b, Hyp.Fr. 252.

Greek (Liddell-Scott)

Κρόνος: ὁ, (ἴδε ἐν λέξ. κραίνω) ὁ αὐτὸς τῷ παρὰ Λατ. Saturnus, υἱὸς τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γαίας, Ἡσ. Θ. 137· ἀνὴρ τῆς Ρέας, πατὴρ δὲ τοῦ Διός, τοῦ Ποσειδῶνος, τοῦ Ἅιδου, τῆς Ἥρας, τῆς Δήμητρος καὶ τῆς Ἑστίας, αὐτόθι 453, κἑξ.· ἐβασίλευε δὲ ἐν τῷ οὐρανῷ, ἕως οὗ τὰ τέκνα αὐτοῦ τὸν ἐξώρισαν εἰς τὸν Τάρταρον, Ἰλ. Θ. 479, Κ. 203, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 201, Εὐμ. 641· ἐπὶ Κρόνου ὅτε ἐβασίλευεν ἐν τῷ οὐρανῷ, παρὰ τοῖς θνητοῖς ἦτο ὁ χρυσοῦς αἰών, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 111· ἐντεῦθεν, οἷς δὴ βασιλεὺς Κρ. ἦν, κατὰ τὴν χρυσῆν βασιλείαν τοῦ Κρόνου, Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 2· ὁ ἐπὶ Κρόνου βίος, βίος χρυσῆς ἀναπαύσεως, Λουκ. Δραπ. 1, 7. ― μετὰ ταῦτα τὸ ὄνομα ἑρμηνεύεται ὡς = χρόνος, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 2. 2) ὁ πλανήτης Κρόνος, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 11, π. Κόσμ. 2, 9., 6, 18· ἡ ἐπίδρασις αὐτοῦ ἦτο ὀλεθρία, Casaub. εἰς Περσ. 5. 50. ΙΙ. ὡς ἐκ τῆς σχέσεως αὐτοῦ πρὸς τὸν παρελθόντα χρόνον ὁ Κρόνος ἐχρησίμευεν ἐν Ἀθήναις ὡς ἐπώνυμον παλίμπαιδος, «ξεμωραμμένου» γέροντος, Ἀριστοφ. Νεφ. 929, Σφ. 1480, Πλάτ. Εὐθύδ. 287Β· ἴδε Κρονικὸς ΙΙ, Κρόνιος ΙΙ, Κρόνιππος, Κρονοδαίμων, κτλ.· πρβλ. Ἰαπετός.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Cronos, à Rome Saturne, père de Zeus.
Étymologie: litt. « celui qui accomplit », de κραίνω.

English (Autenrieth)

Cronus (Saturnus), the father of Zeus, Poseidon, Hades, Hera, Demēter, and Hestia; overthrown with the Titans, Il. 8.415, , 3, Il. 5.721.