λεῦκος
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ὁ, name of
A a fish (cf. λευκίσκος), Theoc.Beren.4, cf. Arist. HA567a20.
German (Pape)
[Seite 34] ὁ, Name eines Fisches, Theocr. bei Ath. VII, 284 a. Vgl. Arist. H. A. 6, 13, οἱ λευκοὶ καλούμενοι ἰχθύες.
Greek (Liddell-Scott)
λεῦκος: ὁ, ὄνομα ἰχθύος (πρβλ. λευκίσκος), Θεόκρ. παρ’ Ἀθην. 284A, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 13, 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de poisson (cf. λευκίσκος).
Étymologie: λευκός.
Greek Monolingual
(I)
λεῡκος, ὁ (Α) λευκός
ονομασία ψαριού («ἱερὸν ἰχθύν, ὃν λεῡκον καλέουσι», Θεόκρ.).———————— (II)
λεῡκος, ὁ (Μ)
η λεύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λεύκη (ἡ), με αλλαγή γένους].