Λίβυς
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
[ῐ], ῠος, ὁ,
A a Libyan, Hdt.4.181, al., S.El.702, etc.: and as Adj., = Λιβυκός, αὐλός E.Alc.346; Λ. καυλός, = σίλφιον, Antiph.217.13:—fem. Λίβυσσα [ῐ], Pi.P.9.105, S.Fr.11, Hdt.4.189, Call.Ap.86, Riv.Fil.57.379 (Crete):—also Λῐβυστικός, ή, όν, A.Eu.292, Fr.139, etc.; fem. also Λῐβυστίς, ίδος, ἡ, A.R.4.1753; cf. Λιβύη. II harmless kind of serpent, Nic.Th.490. III = λουτροφόρος 2, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
Λίβῠς: [ῐ], ῠος, ὁ, ὁ ἐκ Λιβύης Ἡρόδ. 4. 181, κ. ἀλ., Σοφ. Ἠλ. 702, κτλ.· καὶ ὡς ἐπίθ. = Λιβυκός, Εὐρ. Ἄλκ. 346, κτλ.· Λ. καυλὸς = σίλφιον, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 13· θηλ. Λίβυσσα, Πινδ. Π. 9. 181, Σοφ. Ἀποσπ. 16· ὡσαύτως, Λιβυστικός, ή, όν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 292, Ἀποσπ. 129, κτλ.· θηλ. ὡσαύτως Λιβυστίς, -ίδος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1753· πρβλ. Λιβύη. ΙΙ. εἶδος ἀβλαβοῦς ὄφεως, Νικ. Θ. 490. ΙΙΙ. = λουτροφόρος 2, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
υος;
adj. m.
de Libye ; οἱ Λίβυες les Libyens, ou les Grecs de Cyrénaïque.
English (Slater)
Λῐβυς
1Libyan οὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα Antaios (P. 9.117)