λιμνάς
From LSJ
English (LSJ)
άδος, ἡ, poet. fem. of λιμναῖος, Theoc. 5.17, Babr.115.1, Paus.3.7.4.
German (Pape)
[Seite 48] άδος, ἡ, p. fem. zu λιμναῖος, νύμφαι, Theocr. 5, 17.
Greek (Liddell-Scott)
λιμνάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ λιμναῖος, Θεόκρ. 5. 17, Βαβρ. 115. 1, Παυσ. 3. 7, 4.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
de marais, d’étang.
Étymologie: λίμνη.