λοφνίς

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφνίς Medium diacritics: λοφνίς Low diacritics: λοφνίς Capitals: ΛΟΦΝΙΣ
Transliteration A: lophnís Transliteration B: lophnis Transliteration C: lofnis Beta Code: lofni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A torch made of vine bark, in pl., AP11.20 (Antip. Thess.), Lyc.48:—also λοφνία, Clitarch. Gloss. ap. Ath.15.701a, cf. Ath.15.699d.

Greek (Liddell-Scott)

λοφνίς: -ίδος, ἡ λαμπὰς ἐκ τοῦ φλοιοῦ τῆς ἀμπέλου, Ἀνθ. Π. 11. 20, Λυκόφρ. 48, Κλείταρχ. παρ’ Ἀθην. 701 Α· ὡσαύτως λοφνία, πρβλ. 699D. (Πιθαν. ἐκ τοῦ λέπω).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
torche faite de sarments de vigne.
Étymologie: DELG λοπός.

Greek Monolingual

λοφνίς, -ίδος, ἡ (Α)
δάδα από φλοιό δένδρου και ιδίως από κλήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λοφνίς, λοφνία εμφανίζουν επίθημα -ίς, -ία και ανάγονται σε λόφνος (πιβ. < λόπ-σν-ο, που συνδέεται με λέπω «ξεφλουδίζω», λοπός «φλοιός» και εμφανίζει επίθημα -σν-ο, πρβλ. και λύχνος). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το λάμπω.