Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαστροπεία

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστροπεία Medium diacritics: μαστροπεία Low diacritics: μαστροπεία Capitals: ΜΑΣΤΡΟΠΕΙΑ
Transliteration A: mastropeía Transliteration B: mastropeia Transliteration C: mastropeia Beta Code: mastropei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A pandering, X.Smp.3.10, Plu.2.632e.

Greek (Liddell-Scott)

μαστροπεία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ μαστροποῦ, ἐπὶ μαστροπείᾳ μέγα φρονεῖν Ξεν. Συμπ. 3, 10, Πλούτ. 2. 632D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
excitation à la débauche.
Étymologie: μαστροπεύω.

Greek Monolingual

η (Α μαστροπεία) μαστροπεύω
η ιδιότητα και η ασχολία του μαστροπού, η παρακίνηση σε ασέλγεια και πορνεία, προαγωγεία, ρουφιανιά.