νανοφυής

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾱνοφῠής Medium diacritics: νανοφυής Low diacritics: νανοφυής Capitals: ΝΑΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: nanophyḗs Transliteration B: nanophyēs Transliteration C: nanofyis Beta Code: nanofuh/s

English (LSJ)

ές,

   A of dwarfish stature, Ar.Pax790 (ναννο- codd.).

Greek (Liddell-Scott)

νᾱνοφυής: -ές, ὁ ἔχων ἀνάστημα νάνου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de la stature d’un nain.
Étymologie: νάννος, φύω.

Greek Monolingual

-ές (Α νανοφυής, -ές)
αυτός που έχει ανάστημα νάνου, μικρόσωμος, μικροσκοπικός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο νανοφυής
είδος εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶνος + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. μικρο-φυής. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nanophyes].