πάντοτε
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
English (LSJ)
Adv.
A always, Philem.187, Arist.EN1166a28, Men.Mon. 324, 720; twice in LXX, Wi.11.21, 19.18, cf. BGU1123.8 (i B. C.), Ev.Matt.26.11, al., IG3.1362, 7.2713, D.Chr.32.37, etc.: condemned by the Atticists, who recommend διαπαντός or ἑκάστοτε, Phryn.82, Moer.p.319 P.
German (Pape)
[Seite 465] zu aller Zeit, immer (πότε), Sp., wie S. Emp. adv. rhett. 58, von den Atticisten verworfen, s. Phryn. 103 u. Beispiele bei Sturz dial. maced. p. 188.
Greek (Liddell-Scott)
πάντοτε: ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ἀεί, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 84, Μενανδρ. ἐν Μονοστίχ. 324, 720, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 2, 4, καὶ σύνηθες παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Διον. Ἁλ., Κ. Δ., κτλ.· ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, οἵτινες συνιστῶσι τὸ διαπαντὸς ἢ ἑκάστοτε, Φρύνιχ. 103, Μοῖρ. 319, Θωμᾶς Μάγιστρ. 678.
French (Bailly abrégé)
adv.
en tout temps, toujours.
Étymologie: πᾶν, τότε.
English (Strong)
from πᾶς and ὅτε; every when, i.e. at all times: alway(-s), ever(-more).