παραλουργός
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
όν,
A = παραλουργής 1, χιτώνιον Plu.2.583e.
German (Pape)
[Seite 488] = παραλουργής, ἱμάτιον, Plut. de gen. Socr. 14.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰλουργός: -όν, = παραλουργής Ι, Πλούτ. 2. 583Ε.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
bordé d’une bande de pourpre.
Étymologie: παρά, ἁλουργής.
Greek Monolingual
-όν, Α
βλ. παραλουργής.