παραπορεύομαι

From LSJ
Revision as of 17:42, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπορεύομαι Medium diacritics: παραπορεύομαι Low diacritics: παραπορεύομαι Capitals: ΠΑΡΑΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: paraporeúomai Transliteration B: paraporeuomai Transliteration C: paraporeyomai Beta Code: paraporeu/omai

English (LSJ)

with fut. Med. and aor. Pass.,

   A go beside or alongside, Arist.HA577b31 ; παρὰ τὰ ὑποζύγια Plb.6.40.7 ; of παιδαγωγοί, D.H.7.9 : metaph., ἀκρόαμα οὐδὲν παρεπορεύετο accompanied the meal, Phylarch.44J. codd. Ath.    II go past, pass by, PPetr.2p.36 (iii B.C.) ; τὸν χάρακα Plb.3.99.5 ; παρὰ τὸ χεῖλος Id.3.14.6 ; ὑπὸ λόφον τινά Id.2.27.5 ; διὰ τῶν σπορίμων Ev.Marc.2.23 (v.l.διαπ-), cf. 9.30 ; of stars, pass through the zodiac, Cat.Cod.Astr.8(4).210.

German (Pape)

[Seite 495] nebenhergehen, Arist. H. A. 6, 24; begleiten, D. Hal. 7, 9, wie D. Sic. 18, 67: Plut. Cam. 32; vorbeigehen, λόφον, ὑφ' ὃν ἔδει παραπορευθῆναι, Pol. 2, 27, 5; παρά τι, 3, 14, 6; auch παραπορευθεὶς τὸν χάρακα, 3, 99, 5; Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

παραπορεύομαι: ἀποθ., μετὰ μέσου μέλλ. καὶ παθ. ἀορ., πορεύομαι παραπλεύρως ἢ πλησίον τινός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6.24,3· παρὰ τὰ ὑποζύγια Πολύβ. 6. 40, 7· ἐπὶ παιδαγωγῶν, Διον. Ἁλ. 7.9·― μεταφορ., ἀκρόαμα οὐδὲν παρεπορεύετο, δὲν συνώδευε τὸ δεῖπνον, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 142F. II. παρέρχομαι, «περνῶ», τὸν χάρακα Πολύβ. 3. 99, 5· παρὰ τὸ χεῖλος ὁ αὐτ. 3.14,6· ὑπὸ λόφον τινὰ ὁ αὐτ. 2.27, 5· παραπορεύεσθαι διὰ τῶν σπορίμων Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 23, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 marcher à côté de ; fig. accompagner;
2 passer le long de.
Étymologie: παρά, πορεύομαι.

English (Strong)

from παρά and πορεύομαι; to travel near: go, pass (by).