παραπορεύομαι
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
with fut. Med. and aor. Pass.,
A go beside or alongside, Arist.HA577b31 ; παρὰ τὰ ὑποζύγια Plb.6.40.7 ; of παιδαγωγοί, D.H.7.9 : metaph., ἀκρόαμα οὐδὲν παρεπορεύετο accompanied the meal, Phylarch.44J. codd. Ath. II go past, pass by, PPetr.2p.36 (iii B.C.) ; τὸν χάρακα Plb.3.99.5 ; παρὰ τὸ χεῖλος Id.3.14.6 ; ὑπὸ λόφον τινά Id.2.27.5 ; διὰ τῶν σπορίμων Ev.Marc.2.23 (v.l.διαπ-), cf. 9.30 ; of stars, pass through the zodiac, Cat.Cod.Astr.8(4).210.
German (Pape)
[Seite 495] nebenhergehen, Arist. H. A. 6, 24; begleiten, D. Hal. 7, 9, wie D. Sic. 18, 67: Plut. Cam. 32; vorbeigehen, λόφον, ὑφ' ὃν ἔδει παραπορευθῆναι, Pol. 2, 27, 5; παρά τι, 3, 14, 6; auch παραπορευθεὶς τὸν χάρακα, 3, 99, 5; Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
παραπορεύομαι: ἀποθ., μετὰ μέσου μέλλ. καὶ παθ. ἀορ., πορεύομαι παραπλεύρως ἢ πλησίον τινός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6.24,3· παρὰ τὰ ὑποζύγια Πολύβ. 6. 40, 7· ἐπὶ παιδαγωγῶν, Διον. Ἁλ. 7.9·― μεταφορ., ἀκρόαμα οὐδὲν παρεπορεύετο, δὲν συνώδευε τὸ δεῖπνον, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 142F. II. παρέρχομαι, «περνῶ», τὸν χάρακα Πολύβ. 3. 99, 5· παρὰ τὸ χεῖλος ὁ αὐτ. 3.14,6· ὑπὸ λόφον τινὰ ὁ αὐτ. 2.27, 5· παραπορεύεσθαι διὰ τῶν σπορίμων Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 23, κτλ.
French (Bailly abrégé)
1 marcher à côté de ; fig. accompagner;
2 passer le long de.
Étymologie: παρά, πορεύομαι.