πεζονόμος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ον,
A commanding by land, A.Pers.76 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 542] das Land beweidend, darauf Unterhalt suchend, übertr. bei Aesch. Pers. 76, ἐλαύνει διχόθεν, πεζονόμοις ἔκ τε θαλάσσης, vom Landheere.
Greek (Liddell-Scott)
πεζονόμος: -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν διοικῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 76.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propr. qui paît sur terre ; fig. qui combat sur terre.
Étymologie: πεζός, νέμω.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για στρατηγούς) αυτός που είναι αρχηγός τών χερσαίων πολεμικών επιχειρήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -νόμος].