πλάνη

From LSJ
Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνη Medium diacritics: πλάνη Low diacritics: πλάνη Capitals: ΠΛΑΝΗ
Transliteration A: plánē Transliteration B: planē Transliteration C: plani Beta Code: pla/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A wandering, roaming, Hdt.1.30, 2.103, 116 : freq. in A.Pr., in sg., 622, 784, al.: in pl., τηλέπλανοι, πολύπλανοι πλάναι, 576(lyr.), 585(lyr.), cf. Ar.V.873 (lyr.).    2 discursive treatment, ἡ διὰ παντὸς διέξοδος καὶ π. Pl.Prm.136e; ἡ π. τοῦ λόγου Id.Lg.683a.    II metaph., going astray, βίοτος ἀνθρώπων π. E.Fr. 659.8; π. καὶ ἄνοια Pl.Phd.81a; πλάνης ἔμπλεῳ Id.R.505c ; ἡ περὶ τὰ χρώματα π. τῆς ὄψεως the illusion, ib.602c; πολλὴν ἔχει . . πλάνην irregularity, Arist.EN1094b16 ; πολλὰς ἀπορίας ἔχει καὶ π. Id.de An. 402a21 ; ἡ κατὰ τὰς αἰσθήσεις π. Epicur.Nat.28 Fr.7; π. καὶ παραλογισμός Phld.Rh.1.30S., cf. Diog.Oen.33.    2 deceit, imposture, LXX Pr.14.8, Ev.Matt.27.64.

German (Pape)

[Seite 624] ἡ, wie ἄλη, 1) das Irren, Herumschweifen, die Irrfahrt; πῆ μ' ἄγουσι τηλέπλανοι πλάναι; Aesch. Prom. 577. 588; τέρμα τῆς ἐμῆς πλάνης δεῖξον, 625, u. öfter in diesem Stück; Elmsl. Soph. O. R. 67; Her. 1, 30 u. Sp., wie Arist. eth. 1, 3; auch Abschweifung, Digression, Plat. Parm. 135 e Legg. III, 683 a. – 2) übertr., Irrthum, πλάνης καὶ ἀνοίας ἀπηλλαγμένη Plat. Phaed. 81 a, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

πλάνη: [ᾰ], ἡ, ὡς τὸ ἄλη, περιπλάνησις, Ἡρόδ. 1. 30., 2. 103, 116· συχνὸν παρ’ Αἰσχύλ. Πρ., καθ’ ἑνικ., 622, 784, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., τηλέπλανοι, πολύπλανοι πλάναι 576, 585, Ἀριστοφ. Σφ. 873· πρβλ. Elmsl. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 67. 2) παρέκβασις, Πλάτ. Παρμ. 136Ε· ἡ πλάνη τοῦ λόγου ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 683Α. ΙΙ. μεταφορ., παραπλάνησις, ἀποπλάνησις, ἀπάτη, Λατ. error, βίοτος ἀνθρώπων πλάνη Εὐρ. Ἀποσπ. 660. 8· πλ. καὶ ἄνοια Πλάτ. Φαίδων 81Α· πλάνης ἔμπλεον ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 505C· ἡ περὶ τὰ χρώματα πλ. τῆς ὄψεως, ἡ ὀπτικὴ ἀπάτη, αὐτόθι 602C· τοσαύτην... ἔχει πλάνην, ἀνωμαλίαν, ἀταξίαν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 2· πολλὰς ἀπορίας ἔχει καὶ πλ. ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 1. 1, 4.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 course errante;
2 erreur, égarement de l’esprit;
3 déviation, irrégularité.
Étymologie: R. Πλαν, errer.

English (Strong)

feminine of πλάνος (as abstractly); objectively, fraudulence; subjectively, a straying from orthodoxy or piety: deceit, to deceive, delusion, error.