πολυάνθρωπος
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
ον,
A populous, πόλις Hp.Art.72, Th.6.3, Arist.Pol.1326a25; δύναμις Th.1.24: Comp. and Sup., Arist.Pol.1321b25, Th.2.54. II much-frequented, crowded, πανήγυρις Luc. Peregr.1 (Sup.). III numerous, ἔθνη Plb.3.37.11, al.
German (Pape)
[Seite 659] menschenreich, bevölkert; Thuc. 1, 24 u. öfter; im superl., Xen. Hell. 2, 3, 24; τὰ πολυανθρωπότατα τῶν χωρίων, Luc. vit. auct. 10; τὴν πολυανθρωποτάτην τῶν πανηγύρεων, Mort. Peregr. 1; ἔθνος, Pol. 3, 37, 11; 10, 1, 2; Strab. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολυάνθρωπος: -ον, ὁ πλήρης ἀνθρώπων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834, Θουκ. 1. 24., 6. 3, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 6, κ. ἀλλ.· συγκρ. κ. ὑπερθ. πολυανθρωπότερος, -τατος, αὐτόθι 6. 8, 5, Θουκ. 2. 54. ΙΙ. συχναζόμενος ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων, πανήγυρις Λουκ. Περεγρ. 1. ΙΙΙ. ἐπὶ ἔθνους, κατοικεῖται... ὑπὸ βαρβάρων ἐθνῶν καὶ πολυανθρώπων Πολύβ. 3. 37, 11, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 abondant en hommes, très populeux;
2 très fréquenté;
Sp. πολυανθρωπότατος.
Étymologie: πολύς, ἄνθρωπος.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυάνθρωπος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που κατοικείται από πολλούς ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος («πολυάνθρωπες πόλεις»)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς ανθρώπους («πολυάνθρωπη συγκέντρωση»)
2. το ουδ. ως ουσ. το πολυάνθρωπο
το να αποτελείται κάτι από πολλούς ανθρώπους
αρχ.
1. αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί άνθρωποι («τὴν πολυανθρωποτάτην τῶν Ἑλληνικών πανηγύρεων», Λουκιαν.)
2. ο μεγάλος σε αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄνθρωπος (πρβλ. αγρι-άνθρωπος, ολιγ-άνθρωπος). Το ουδ. πολυάνθρωπον έλαβε τη σημ. τών αφηρημένων ουσιαστικών (πρβλ.τὸ ευδιακριτόθετον)].