πλατάγημα

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτᾰγημα Medium diacritics: πλατάγημα Low diacritics: πλατάγημα Capitals: ΠΛΑΤΑΓΗΜΑ
Transliteration A: platágēma Transliteration B: platagēma Transliteration C: platagima Beta Code: plata/ghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A crack, of the τηλέφιλον (q. v.), Theoc.3.29, AP5.295 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 626] τό, das Geklatschte, τηλέφιλον, Agath. 9 (V, 296). Vgl. πλαταγέω u. πλαταγώνιον.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτάγημα: τό, κρότημα, Θεόκρ. 3. 29, Ἀνθ. Π. 5. 296.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. πλαταγή.
Étymologie: πλαταγέω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πλαταγώ
η σύγκρουση πλατιών σωμάτων και ο κρότος που παράγεται από αυτήν, πλαταγή.