σιδηροφόρος
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ον,
A producing iron, γαῖα σ., of the Chalybes, A.R.2.141, cf. 1005. II bearing arms or tools, Nonn.D. 46.2, AP8.203.
German (Pape)
[Seite 880] 1) Eisen tragend, hervorbringend, γαίη, Ap. Rh. 2, 141. 1005. – 2) eiserne Waffen tragend, mit Eisen bewaffnet.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροφόρος: -ον, ὁ παράγων σίδηρον, γαῖα σιδ., ἐπὶ τῶν Χαλύβων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 141, πρβλ. 1005. ΙΙ. ὁ ἐκ σιδήρου κατεσκευασμένος, γόμφοι Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 18. 5, κτλ. ΙΙΙ. ὁ φέρων ὅπλα ἢ ἐργαλεῖα, ὁ αὐτ. ἐν Δ. 46. 2, Ἀνθ. Π. 8. 203.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui produit du fer;
2 fait de fer;
3 qui porte ou tient du fer, càd des armes, armé.
Étymologie: σίδηρος, φορέω.
Greek Monolingual
-α, -ο / σιδηροφόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν
αυτός που φέρει όπλα, οπλοφόρος
νεοελλ.
αυτός που περιέχει σίδηρο
μσν.-αρχ.
κατασκευασμένος από σίδηρο, σιδερένιος
2. αυτός που παράγει σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -φόρος].