στιβάδιον
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
τό, Dim. of στιβάς, Plu.Phil.4, Luc.Tox.31, App.BC1.61.
German (Pape)
[Seite 942] τό, dim. von στιβάς, Plut. Philop. 4 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στῐβάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στιβάς, Πλουτ. Φιλοπ. 4, Λουκ. Τόξ. 31.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de στιβάς.
Greek Monolingual
και στιβάδειον, τὸ, Α στιβάς, -άδος]
υποκορ. μικρή στιβάδα («στιβάδιον τι ποιησάμενος καὶ φύλλα ὑποβαλόμενος», Αππ.).