ὦκα
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
poet. Adv. of ὠκύς,
A quickly, swiftly, Il.1.402, 5.88, Od.6.317, etc.; strengthd., μάλ' ὦ. Il.2.52, Od.2.8, etc.; ὦ. μάλ' Il.17.190, al. 2 of Time, ὦ. δ' ἔπειτα immediately, Od.17.329, Il.18.527, al.:—Cleitorian (Arc.) word acc. to AB1096.
German (Pape)
[Seite 1408] poet. adv. zu ὠκύς, schnell, geschwind, eilig, behend; sehr häufig bei Hom., aber nicht bei den Tragg. S. Pors. Eur. Med. 799.
Greek (Liddell-Scott)
ὦκα: ποιητ. ἐπίρρ. τοῦ ὠκύς, ὠκέως, ταχέως, Ἰλ. Α. 402, Ε. 88, Ὀδ. Ζ. 317, κλπ.· ἐπιτεταμ., μάλ’ ὦκα Ἰλ. Β. 52, Ὀδ. Β. 8, κλπ.· ὦκα μάλ’ Ἰλ. Ρ. 190, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ χρόνου, ὦκα δ’ ἔπειτα, ἀμέσως, εὐθύς, Ὀδ. Ρ. 329, Ἰλ. Σ. 527, κ. ἀλλ.· - οὐδέποτε παρὰ Τραγ., Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 736. (Ἐκ τοῦ ὠκύς, ὡς τὸ τάχα ἐκ τοῦ ταχύς.)
French (Bailly abrégé)
adv.
vite, avec rapidité ou agilité ; avec idée de temps tout de suite;
Sp. ὤκιστα.
Étymologie: ὠκύς.