ὑπέρευ
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
Adv., (εὖ)
A exceedingly well, excellently, Pl.Tht.185d, X. Hier.6.9, D.18.10, Men.Pk.404, Zeno Stoic.1.27, Cic.Att.10.1.3:— ὑπέρευγε, Men.Epit.308, Luc.Par.9, Ael.VH9.38.
German (Pape)
[Seite 1195] adv., übergut, ganz vortrefflich; Plat. Theaet. 185 d; Xen. Hier. 6, 9 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρευ: Ἐπίρρ. (εὖ) καλῶς εἰς ὑπερβολήν, κάλλιστα, ἐξοχώτατα, ὑπέρευ ἀκολουθεῖς Πλάτ. Θεαίτ. 185D ὑπέρευ μοι δοκεῖς λέγειν Ξεν. Ἱέρ. 6, 9, Δημ. 288. 17.
French (Bailly abrégé)
adv.
mieux qu’on ne saurait dire, tout à fait bien.
Étymologie: ὑπέρ, εὖ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. εξαίρετα, ωραιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + εὖ].