συναείδω
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
poet. for συνᾴδω, Arat.752, Theoc.10.24, Hymn. in IG42(1).131.3 (Epid.).
German (Pape)
[Seite 996] poet. = συνᾴδω; Theocr.; Arat. 752.
Greek (Liddell-Scott)
συναείδω: ποιητ. ἀντὶ συνᾴδω, Μῶσαι Πιερίδες, συναείσατε τὰν ῥαδινάν μοι παῖδα Θεόκρ. 10. 24, Ἄρατ. 752.
French (Bailly abrégé)
poét. c. συνᾴδω.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) βλ. συνάδω.