συνυποφύομαι

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνυποφύομαι Medium diacritics: συνυποφύομαι Low diacritics: συνυποφύομαι Capitals: ΣΥΝΥΠΟΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: synypophýomai Transliteration B: synypophyomai Transliteration C: synypofyomai Beta Code: sunupofu/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A grow up together, ἐκ τῆς αὐτῆς χώρας Plu. 2.554a.

Greek (Liddell-Scott)

συνυποφύομαι: Παθητ., ὑποφύομαι ὁμοῦ μετά τινος, ἐκ τῆς αὐτῆς… ῥίζης συνυποφυομένην Πλούτ. 2. 554Α.

French (Bailly abrégé)

f. συνυποφύσομαι, ao.2 συνυπέφυν, etc.
naître ou croître ensemble dessous.
Étymologie: σύν, ὑποφύομαι.

Greek Monolingual

Α
φυτρώνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑποφύομαι «φυτρώνω από κάτω»].