ὑποπιέζω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
A f.l. for ὑπωπιάζω (which Turnebus restored) in Plu.2.921f.
German (Pape)
[Seite 1228] unten od. ein wenig drücken, Plut. fac. orb. lun. 5, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπιέζω: πιέζω ὀλίγον τι ἢ ἐλαφρῶς, Πλούτ. 2. 921F (διάφ. γραφ. ὑποπιάζω). Ἐκκλ. οὐ τὸ σῶμα νηστείαις ὑποπιέζομεν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 533C· - ὑποπιεσμός, ὁ, τὸ ὑποπιέζειν, Γρηγ. Ναζ. Ι. 861Β, μετὰ διαφ. γραφ. ὑποπιασμός.
French (Bailly abrégé)
presser en dessous, presser doucement.
Étymologie: ὑπό, πιέζω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπιέζω: снизу давить (τινά Plut.).