φίλορνις
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ῑθος, ὁ, ἡ,
A fond of birds, Ocell.4.14, Plu.Num.4, Opp.C.1.78, Ael.NA6.29, Iamb.VP31.212. II loved or haunted by birds, πέτρα A.Eu.23.
German (Pape)
[Seite 1284] ιθος, den Vogel, die Vögel liebend; πέτρα Aesch. Eum. 23; θεός Plut. Num. 4; od. den Vögeln lieb, von ihnen besucht.
Greek (Liddell-Scott)
φίλορνις: -ῑθος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰ πτηνά, Πλουτ. Νουμ. 4, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 78, κλπ. ΙΙ. ἐπὶ πέτρας, ἣν ἀγαπῶσι τὰ πτηνά, εἰς ἣν συχνάζουσιν, ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα κοίλη, φίλορνις Αἰσχύλ. Εὐμ. 23.
French (Bailly abrégé)
ιθος (ὁ, ἡ)
1 qui aime les oiseaux;
2 aimé ou recherché des oiseaux.
Étymologie: φίλος, ὄρνις.
Greek Monolingual
-όρνιθος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που αγαπά τα πουλιά
2. αυτός που είναι αγαπητός στα πουλιά («ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα κοίλη, φίλορνις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ὄρνις, -ιθος «πουλί, πετεινός» (πρβλ. πολύ - ορνις)].